σιδηρόφρακτος

σιδηρόφρακτος
και σιδερόφρακτος και σιδερόφραχτος, -η, -ο, Ν
1. φραγμένος με σιδερένιο πλέγμα, με σιδερένια κάγκελα
2. μτφ. (για πρόσ.) αυτός που φορεί σιδερένια πανοπλία ή ο βαριά οπλισμένος, πάνοπλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο-* / σιδερο- + φρακτός / φραχτός (< φράσσω), πρβλ. καγκελό-φρακτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλιβανάριος — και κριβανάριος, ὁ (Α) 1. οπλισμένος με θώρακα, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας (κλιβανάριοι ὁλοσίδηροι κλίβανα γὰρ οἱ Ρωμαῖοι τὰ σιδηρᾶ καλύμματα καλοῦσι, ἀντὶ τοῦ κηλάμινα», Ιω. Λυδ.) 2. (αμφβλ. σημ.) αρτοποιός, φούρναρης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • κλιβανισμένος — κλιβανισμένος, η, ον (Μ) θωρακισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος ιππέας («ἐπήγαιναν ἔμπροσθέν του Ἀραβίτες,... κλιβανισμένοι», Διγ. Ακρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *κλιβανίζω με σημ. «θωρακίζω» (< κλίβανον «θώρακας»)] …   Dictionary of Greek

  • κλιβανοφόρος — και κριβανοφόρος, ὁ (Μ) (για στρατιώτες) βαριά οπλισμένος, θωρακοφόρος, σιδηρόφρακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίβανον ή κρίβανον «θώρακας» + φόρος (< φέρω), πρβλ. ασπιδο φόρος, τροπαιο φόρος] …   Dictionary of Greek

  • σιδερόφρακτος — η, ο, Ν βλ. σιδηρόφρακτος …   Dictionary of Greek

  • σιδερόφραχτος — η, ο, Ν βλ. σιδηρόφρακτος …   Dictionary of Greek

  • σιδηράμφιος — ία, ον, ΜΑ περιβεβλημένος με σίδηρο, σιδηρόφρακτος («ἀσπίδα καὶ δόρυ ἔχοντα καὶ ὅλον σιδηραμφίον ὑπάρχοντα», Καισάρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο * + αμφιος (< ἀμφιέννυμι)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”